-
1 στήνω
(αόρ. έστησα, παθ. αόρ. (ε)στήθηκα) μετ. ставить, устанавливать; воздвигать, водружать (высок.);στήνω σκηνή — разбивать палатку;
§ στήνω μηχανή — а) устанавливать, монтировать машину; — б) подстраивать неприятность, строить козни;
στήνω ενέδρα ( — или καρτέρι) — устраивать засаду;
στήνω παγίδα — или ξόβέργα) — поставить ловушку;
στήνω καυγά — скандалить, поднимать шум; — устраивать ссору, драку;
χορό — танцевать -
2 στήνω
[стино] р. поднимать, ставить, воздвигать (здание и т. п.), разбивать палатку,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στήνω
-
3 στήνω
[стино] ρ поднимать, ставить, воздвигать (здание и т. п.), разбивать палатку. -
4 αφτί
το1) ухо;γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;
βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;
βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;
τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;
2) слух;έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;
τρυπ τ' αφτιά — резать слух;
δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;
4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);βάζω αφτί — прислушиваться;
τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;
έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;
είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;
κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);
μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;
αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;
δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;
λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;
του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;
κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;
φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;
ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;
απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;
από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;
μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;
δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;
του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;
είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;
από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;
κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши -
5 δίχτυ
-
6 ενέδρα
η1) выслеживание; 2) засада, ловушка (тж. место); западня;εμπίπτω εις ενέδραν — или πέφτω σε ενέδρα — попадать в засаду;
τοποθετώ ( — или στήνω) ενέδρα — устраивать засаду;
ήμουν ενέδρα — я был в засаде;
3) перен. хитрость, вероломство, коварство;§ εξ ενέδρας — хитростью
-
7 καρτέρι
το засада;στήνω ( — или κάνω) καρτέρι — устраивать засаду, подстерегать, сидеть в засаде
-
8 οδόφραγμα
τό1) баррикада;μάχες στα οδόφράγματα — баррикадные бой;
στήνω οδόφράγματα — строить баррикады;
κατεβαίνω στα οδόφράγματα — занимать позиции на баррикадах;
2) заграждение на дороге; завал -
9 παγάνα
παγάνιά η1) групповая охота (на зверя); 2) группа охотников; 3) погоня, преследование;βγαίνω παγάνα — гнаться за кем-л., преследовать кого-л.;
§ στήνω παγάνα — устраивать засаду
-
10 παγίδα
[-ίς (-ίδος)] η прям. перен. ловушка, западня;στήνω παγίδα — поставить ловушку;
παρασέρνω στην παγίδα — заманивать в западню;
πέφτω σε παγίδα — попадать(ся) в ловушку, в западни)
-
11 σταίνω
см. στήνω -
12 στένω
-
13 χορός
ο1) танец;λαϊκός χορός — народный танец;
χορός μετημφιεσμένων — костюмированный бал;
χορός προσωπιδοφόρων — бал-маскарад;
πιάνω ( — или στήνω) το χορό — танцевать;
μαθαίνω χορο — учиться танцевать;
2) бал, танцевальный вечер;πηγαίνω στο χορό — ходить на танцы;
3) хоровод;σέρνω το χορό — водить хоровод;
4) хор;5) перен. кучка, группа (людей, деревьев и т. п.); стайка (людей, рыб);§ μπαίνω ( — или πιάνομαι) στο χορό — быть втянутым, вовлечённым в какое-л. дело;
κατά τον τοίχο το χορό — надо быть очень осторожным, требуется большая осторожность;
εν χορω — хором, дружно
См. также в других словарях:
στήνω — στήνω, έστησα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 … Dictionary of Greek
στήνω — έστησα, στήθηκα, στημένος 1. ορθώνω κάτι, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο: Έστησαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του σαλονιού. 2. συναρμολογώ: Έστησαν τις μηχανές στο εργοστάσιο. 3. «Στήνω ενέδρα», ενεδρεύω. «Στήνω καβγά», καβγαδίζω. 4. μτφ., αφήνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθοστήνω — στήνω κάτι όρθιο … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… … Dictionary of Greek
μεταπήγνυμι — (Α) ιδρύω ή στήνω σε κάποιο άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πήγνυμι «στήνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
περισκηνώ — (I) άω ή έω, Α στήνω σκηνές γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ (< σκηνή]. (II) όω Α σκεπάζω κάτι με ύφασμα σαν με σκηνή («φάρος [(=άροτρο] περιεσκήνωσεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ / όω «στήνω σκηνή»] … Dictionary of Greek
προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ … Dictionary of Greek